Η διαρκής ανάγκη για να έχουμε στα χέρια μας το τελευταίο μοντέλο smartphone, έχει δημιουργήσει μία περίεργη πραγματικότητα: τα παλιά κινητά στοιβάζονται στα συρτάρια μας, ενώ εμείς προχωράμε στην αγορά μίας ακόμη συσκευής. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν από 5 έως 10 δισεκατομμύρια ανενεργά κινητά τηλέφωνα παγκοσμίως. Συσκευές που θα μπορούσαν να έχουν μία δεύτερη ζωή, αλλά μένουν ξεχασμένες σε κάποιο ράφι ή συρτάρι, συνήθως για συναισθηματικούς λόγους, ή απλώς επειδή δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με αυτές.
Την ίδια ώρα, η αγορά των καινούργιων smartphones δεν δείχνει να χάνει τη δυναμική της. Σύμφωνα με στοιχεία της GSMA, σχεδόν οι μισοί καταναλωτές δηλώνουν ότι θα αντικαταστήσουν το κινητό τους, μόνο και μόνο για να αποκτήσουν το τελευταίο μοντέλο. Οι κατασκευαστές και οι λοιπές εταιρείες επενδύουν διαρκώς στην καινοτομία, οι τεχνολογίες βελτιώνονται με ρυθμούς που δύσκολα ακολουθεί κάποιος, και η ίδια η αγορά βασίζεται στις πωλήσεις νέων προϊόντων για να επιβιώσει. Μπορούμε να πούμε πως με κάποιο τρόπο η διαρκής αναβάθμιση είναι αναγκαία και για την ίδια την εξέλιξη της τεχνολογίας.
Υπάρχει όμως και μία άλλη πλευρά που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Η επιδίωξη της συνεχούς ανανέωσης έχει τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος. Κάθε καινούρια συσκευή απαιτεί πρώτες ύλες, όπως χρυσό, ασήμι και κοβάλτιο, οι οποίες εξορύσσονται συχνά υπό συνθήκες που επιβαρύνουν το περιβάλλον και τις τοπικές κοινότητες. Η GSMA υπολογίζει ότι αν τα ανενεργά κινητά ανακυκλώνονταν σωστά, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάκτηση υλικών αξίας 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, περιορίζοντας σημαντικά την ανάγκη για νέες εξορύξεις. Με άλλα λόγια, τα ξεχασμένα κινητά που μένουν στα συρτάρια μας, είναι κάτι παραπάνω από άχρηστα αντικείμενα: είναι πολύτιμοι πόροι που μένουν αναξιοποίητοι.
Η πρόκληση είναι ότι παρά την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση γύρω από όλα αυτά τα ζητήματα, πολλοί καταναλωτές διστάζουν να αποχωριστούν τις παλιές συσκευές τους. Για κάποιους, η ιδέα της απώλειας των αποθηκευμένων φωτογραφιών και αναμνήσεων είναι αποτρεπτική. Για άλλους, η ανησυχία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων τους είναι αρκετή για να κρατούν το παλιό τηλέφωνο ως εφεδρικό. Η διαδικασία διαγραφής δεδομένων από μία συσκευή είναι εφικτή, αλλά συχνά φαίνεται χρονοβόρα ή πολύπλοκη, με αποτέλεσμα πολλοί να προτιμούν την εύκολη λύση: να αφήσουν το παλιό τηλέφωνο να κάθεται στο συρτάρι τους.
Δεν είναι τυχαίο που τα προγράμματα ανταλλαγής συσκευών και οι οικονομικές ανταμοιβές αποδεικνύονται τα πιο αποτελεσματικά κίνητρα. Όταν υπάρχει η εγγύηση ότι τα δεδομένα θα διαγραφούν με ασφάλεια, και ταυτόχρονα η δυνατότητα να κερδίσει κάποιος χρήματα ή εκπτώσεις για την αγορά ενός νέου smartphone, οι καταναλωτές είναι πολύ πιο πρόθυμοι να επιστρέψουν τις παλιές τους συσκευές. Είναι αυτό το κίνητρο που ψάχνουμε σε πολλές πτυχές της ζωής μας. Στην Αυστραλία για παράδειγμα, τα στοχευμένα προγράμματα ανακύκλωσης έχουν αποφέρει τα υψηλότερα ποσοστά ανακύκλωσης κινητών παγκοσμίως.
Από την άλλη πλευρά το πρόβλημα δεν λύνεται μόνο με την ανακύκλωση. Χρειάζεται να ενθαρρυνθεί η επαναχρησιμοποίηση και η επιμήκυνση της ζωής των συσκευών. Η αγορά ανακατασκευασμένων κινητών, που αυξήθηκε κατά 6% το 2023, είναι ένα σημαντικό παράδειγμα. Ένα ανακατασκευασμένο κινητό έχει μόλις το ένα δέκατο του περιβαλλοντικού αποτυπώματος μίας νέας συσκευής, και αποτελεί μία οικονομικά προσιτή λύση για τους καταναλωτές. Ωστόσο για να ενισχυθεί αυτή η τάση, οι κατασκευαστές πρέπει να αναπτύσσουν συσκευές που αντέχουν περισσότερο στον χρόνο και επιδιορθώνονται εύκολα, κάτι που τα τελευταία χρόνια έχει μπει σε μία καλή πορεία, αλλά χρειάζονται περισσότερα.
Τελικά η λύση βρίσκεται στην ισορροπία. Η βιωσιμότητα δεν έρχεται σε αντίθεση με την τεχνολογική καινοτομία, ούτε χρειάζεται να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αντίθετα μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για μία νέα εποχή, όπου η πρόοδος θα γίνεται με σεβασμό στο περιβάλλον και στους πόρους του. Η αλλαγή μπορεί να πυροδοτηθεί ευρύτερα από τις εταιρείες, τις κυβερνήσεις, αλλά και από εμάς τους ίδιους, τους χρήστες. Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, τότε ίσως τα παλιά κινητά να σταματήσουν να είναι απλώς αντικείμενα που ξεχνάμε στα συρτάρια, και να γίνουν μέρος της λύσης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Infocom