Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων εντείνουν τις κοινές τους προσπάθειες για την ανάπτυξη «gigafactories» τεχνητής νοημοσύνης, επιδιώκοντας να θωρακίσουν την τεχνολογική κυριαρχία και ανταγωνιστικότητα της Γηραιάς Ηπείρου. Σύμφωνα με το νέο Μνημόνιο Συνεργασίας που υπεγράφη, οι δύο φορείς δεσμεύονται να ενώσουν τους πόρους τους για την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ικανότητας στον τομέα των προηγμένων υπολογιστών, με τη διαδικασία υποβολής προσφορών να αναμένεται πλέον να ανοίξει τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο. Στόχος είναι η δημιουργία έως και πέντε μονάδων μεγάλης κλίμακας, οι οποίες θα λειτουργούν ως κόμβοι δεδομένων και υπολογιστικής ισχύος για την εκπαίδευση μοντέλων επόμενης γενιάς, με την Πρόεδρο της ΕΤΕπ, Nadia Calviño, να τονίζει πως η κίνηση αυτή θα δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για την άνθηση της καινοτομίας, κλιμακώνοντας τις υποδομές που είναι απαραίτητες για τομείς όπως η ιατρική, η καθαρή τεχνολογία και το διάστημα.
Οι τεχνικές προδιαγραφές του εγχειρήματος είναι εντυπωσιακές, καθώς κάθε νέο «gigafactory» προβλέπεται να λειτουργεί με περίπου 100.000 από τα πιο προηγμένα μικροτσίπ τεχνητής νοημοσύνης, διαθέτοντας τετραπλάσια ισχύ σε σύγκριση με την τρέχουσα γενιά αντίστοιχων εγκαταστάσεων. Αυτή η νέα γενιά υποδομών έρχεται να ενισχύσει τα 19 εργοστάσια τεχνητής νοημοσύνης που βρίσκονται ήδη σε διαδικασία υλοποίησης στην Ευρώπη με κοινοτική χρηματοδότηση, δημιουργώντας ένα πυκνό δίκτυο τεχνολογικής αιχμής. Η Henna Virkkunen, Εκτελεστική Αντιπρόεδρος της Επιτροπής για την Τεχνολογική Κυριαρχία, την Ασφάλεια και τη Δημοκρατία, υπογράμμισε ότι η κινητοποίηση αυτών των κεφαλαίων θα επιτρέψει στους επιστήμονες και τις επιχειρήσεις να αναπτύξουν τα πολύ μεγάλα μοντέλα που απαιτούνται για να καταστεί η Ευρώπη μια παγκόσμια δύναμη στον χώρο της τεχνητής νοημοσύνης, παρά την παραδοχή ότι τα απαραίτητα τσιπ θα πρέπει αρχικά να προέλθουν από προμηθευτές εκτός ΕΕ, όπως η Nvidia.
Στο οικονομικό σκέλος, η συνεργασία βασίζεται στην πρωτοβουλία InvestAI της Επιτροπής, η οποία από τον Φεβρουάριο του 2025 έχει δεσμεύσει 20 δισεκατομμύρια ευρώ για τον σκοπό αυτό, με τον Όμιλο της ΕΤΕπ να εξετάζει τη συμπλήρωση των επιχορηγήσεων με δάνεια για την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων. Μέσω του Κόμβου Συμβουλευτικών Υπηρεσιών του InvestEU, θα παρέχεται υποστήριξη για τη βελτίωση της επενδυτικής βιωσιμότητας των προτάσεων, ώστε οι καινοτόμες ιδέες να μετατρέπονται σε έργα ικανά να προσελκύσουν χρηματοδότηση. Η στήριξη αυτή εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο του εμβληματικού προγράμματος TechEU της ΕΤΕπ, το οποίο στοχεύει στην κινητοποίηση συνολικών κεφαλαίων ύψους 250 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2027 για νεοφυείς επιχειρήσεις και υποδομές, ενώ το ενδιαφέρον συμμετοχής από εταιρείες όπως η OpenAI παραμένει ενεργό, υπό την προϋπόθεση ότι οι κοινοπραξίες θα ελέγχονται από ευρωπαϊκούς φορείς.
Παράλληλα με τον αγώνα δρόμου για τις υποδομές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θωρακίζει το θεσμικό πλαίσιο μέσω του «Οδικού Χάρτη για Ποιοτικές Θέσεις Εργασίας», αναγνωρίζοντας ότι η ραγδαία τεχνολογική αναβάθμιση πρέπει να συνοδεύεται από προστασία του ανθρώπινου δυναμικού. Ενόψει της νομοθετικής πρότασης για την «Πράξη για τις Ποιοτικές Θέσεις Εργασίας» το 2026, η Επιτροπή έχει ξεκινήσει διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, εστιάζοντας στις προκλήσεις που φέρνει η ψηφιακή μετάβαση. Ο χάρτης πορείας, προϊόν διαλόγου με 200 οργανισμούς, στοχεύει στη διασφάλιση δίκαιων συνθηκών εργασίας και στην υποστήριξη εργαζομένων και εργοδοτών που καλούνται να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις της αγοράς, διατηρώντας την ισορροπία μεταξύ της αναγκαίας ανταγωνιστικότητας και της κοινωνικής ευημερίας σε ένα περιβάλλον αυξημένου κόστους ζωής και ελλείψεων δεξιοτήτων.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη ρύθμιση της «αλγοριθμικής διαχείρισης» στους χώρους εργασίας, καθώς το 84% των Ευρωπαίων πολιτών εκφράζει την άποψη ότι η χρήση τεχνητής νοημοσύνης στην εργασία απαιτεί αυστηρό έλεγχο και προσεκτική διαχείριση. Τα στοιχεία από τον Οργανισμό EU-OSHA εντείνουν την ανησυχία, καθώς το 2025 το 29% των εργαζομένων ανέφερε ότι βιώνει στρες ή ψυχολογική επιβάρυνση λόγω της εργασίας, ποσοστό που παρουσιάζει αυξητική τάση σε σχέση με το παρελθόν. Η τρέχουσα διαβούλευση, η οποία θα ολοκληρωθεί στις 29 Ιανουαρίου 2026 και λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις ρυθμίσεις για το δικαίωμα στην αποσύνδεση, εξετάζει επίσης ζητήματα υγείας, ασφάλειας και καταχρηστικών πρακτικών μέσω υπεργολαβιών, επιδιώκοντας να διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο δίχτυ ασφαλείας για το μέλλον της εργασίας στην Ευρώπη.
