Την ανάγκη η ψηφιακή Ευρώπη να «στρώσει τις ράγες πριν ονειρευτεί το τρένο» επισημαίνει ο Ολιβιέ Μισέλι, διευθύνων σύμβουλος της Data4 και πρόεδρος της France Datacenter, παρομοιάζοντας την τρέχουσα συγκυρία με την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων τον 19ο αιώνα. Σύμφωνα με τον κ. Μισέλι, παρά το ισχυρό μήνυμα της γαλλογερμανικής συνόδου της 18ης Νοεμβρίου για την οικοδόμηση μιας κυρίαρχης ψηφιακής Ευρώπης, η πραγματικότητα καταδεικνύει ότι η τεχνητή νοημοσύνη, το cloud και η κυβερνοασφάλεια δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς έναν στιβαρό «σκελετό» κέντρων δεδομένων. Ο ίδιος υποστηρίζει πως χωρίς αυτές τις θεμελιώδεις υποδομές, οι υποσχέσεις για ανταγωνιστικότητα και τεχνολογική ανεξαρτησία κινδυνεύουν να παραμείνουν ανεκπλήρωτες διακηρύξεις, τονίζοντας ότι τα τοπικά κέντρα δεδομένων αποτελούν τον απαραίτητο θεμέλιο λίθο για την επιδιωκόμενη ψηφιακή κυριαρχία.
Όπως παρατηρεί ο επικεφαλής της Data4, η Ευρώπη κινείται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς, παρά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει, όπως το ενεργειακό μείγμα χαμηλών εκπομπών άνθρακα και η αναγνωρισμένη μηχανολογική τεχνογνωσία. Κατά την εκτίμησή του, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα επιταχύνουν την κατασκευή ψηφιακών εγκαταστάσεων, η ευρωπαϊκή πλευρά αναλώνεται σε συζητήσεις περί προτύπων και διακυβέρνησης, με τις πολύπλοκες αδειοδοτικές διαδικασίες να επιβραδύνουν την υλοποίηση έργων. Ο κ. Μισέλι προτείνει την αναγνώριση των κέντρων δεδομένων ως έργων στρατηγικής σημασίας και υψηλής προτεραιότητας για την απλοποίηση των διαδικασιών, υπογραμμίζοντας ότι η ήπειρος οφείλει να μεταβεί από τη θέση του επιβάτη σε αυτή του οδηγού, καθώς η τεχνολογική επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης δεν πρόκειται να περιμένει.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Άνταμ Λεβίν, εμπορικός διευθυντής της Data4, αναλύοντας τις τάσεις έως το 2026, προσδιορίζει την τεχνητή νοημοσύνη ως τον κυριότερο μοχλό μετασχηματισμού του κλάδου. Ο Λεβίν εξηγεί ότι τα κέντρα δεδομένων καλούνται να υποστηρίξουν τόσο την εκπαίδευση όσο και τη λειτουργία παραγωγικών και θεμελιωδών μοντέλων AI, γεγονός που αναμένεται να εκτοξεύσει τις ενεργειακές απαιτήσεις. Επικαλούμενος στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), αναφέρει ότι η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας από τα κέντρα δεδομένων ενδέχεται να φτάσει τις 1.050 TWh έως το 2026, μια αύξηση που αποδίδεται κυρίως στην εκτεταμένη χρήση Μονάδων Επεξεργασίας Γραφικών (GPUs), οι οποίες, όπως σημειώνει, είναι σημαντικά πιο ενεργοβόρες από τους παραδοσιακούς επεξεργαστές.
Αναφορικά με τις τεχνολογικές προκλήσεις, ο κ. Λεβίν προβλέπει ότι η διαχείριση της θερμικής πυκνότητας θα καταστήσει τις παραδοσιακές μεθόδους αερόψυξης ανεπαρκείς, οδηγώντας τον κλάδο σε ταχεία στροφή προς προηγμένες τεχνολογίες. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, λύσεις όπως η υδρόψυξη απευθείας στο τσιπ, η ψύξη με εμβάπτιση και τα συστήματα ψύξης δύο φάσεων κερδίζουν έδαφος, καθώς έχουν επιδείξει σε δοκιμές τη δυνατότητα μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη κατά 50-60%. Ο ίδιος εκτιμά ότι η υιοθέτηση αυτών των τεχνολογιών αποτελεί πλέον κρίσιμη προϋπόθεση για τη διατήρηση της οικονομικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας των εγκαταστάσεων που φιλοξενούν υποδομές τεχνητής νοημοσύνης υψηλής πυκνότητας.
Για την κάλυψη των αυξανόμενων ενεργειακών αναγκών, ο εμπορικός διευθυντής της Data4 επισημαίνει ότι οι διαχειριστές στρέφονται σε υβριδικά μοντέλα ενέργειας, ενσωματώνοντας ανανεώσιμες πηγές, μπαταρίες μακράς διάρκειας και μικροδίκτυα. Μάλιστα, ο Λεβίν αποκαλύπτει ότι εξετάζονται πλέον και πιο ριζοσπαστικές λύσεις, όπως οι Μικροί Αρθρωτοί Αντιδραστήρες (SMR), οι οποίοι αναμένεται να δοκιμαστούν πιλοτικά σε διάφορες χώρες. Σύμφωνα με τον ίδιο, η τεχνολογία αυτή θα μπορούσε να προσφέρει σταθερή ενέργεια χαμηλών εκπομπών άνθρακα, αποτελώντας λύση ιδιαίτερα σε περιοχές όπου τα υφιστάμενα δίκτυα ηλεκτροδότησης αντιμετωπίζουν προβλήματα αξιοπιστίας ή συμφόρησης.
Παράλληλα, διαβλέπει μια δραματική αλλαγή στην κλίμακα των υποδομών, με την εμφάνιση γιγαντιαίων εγκαταστάσεων τύπου «mega-campus» στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Προβλέπει ότι εντός των επόμενων 12 μηνών θα αναδυθούν τα πρώτα έργα που θα προσεγγίζουν ή και θα υπερβαίνουν το 1 Gigawatt (GW) σε ισχύ, απαιτώντας τεράστιους πόρους και ισχυρές διασυνδέσεις. Ταυτόχρονα, παρατηρεί την ταχεία επέκταση του edge computing με μικρο-κέντρα δεδομένων για την εξυπηρέτηση εφαρμογών χαμηλής καθυστέρησης, γεγονός που οδηγεί, κατά την άποψή του, τους παρόχους σε γεωγραφική διασπορά για την αποσυμφόρηση των κεντρικών δικτύων.
Στον τομέα της βιωσιμότητας, η ανάλυση της Data4 υποδεικνύει ότι το κανονιστικό πλαίσιο γίνεται αυστηρότερο, με τις περιβαλλοντικές εκτιμήσεις να περιλαμβάνουν πλέον πιστοποιήσεις BREEAM και ανάλυση κύκλου ζωής. Ο Λεβίν τονίζει ότι νέοι δείκτες για τη διαχείριση του νερού και το αποτύπωμα άνθρακα καθίστανται κρίσιμοι, ενώ οι αρχές επιβάλλουν τη χρήση ανακυκλωμένου νερού ή ξηρής ψύξης σε άνυδρες περιοχές. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει και στην κοινωνική αποδοχή, την οποία χαρακτηρίζει ως στρατηγικό παράγοντα, σημειώνοντας ότι οι εταιρείες οφείλουν να προσλαμβάνουν επαγγελματίες δημοσίων υποθέσεων για τη συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες ώστε να αποφεύγονται καθυστερήσεις.
Τέλος, ο κ. Λεβίν αναγνωρίζει την έλλειψη εξειδικευμένου ταλέντου ως σημαντική πρόκληση, προτείνοντας προγράμματα κατάρτισης και επανακατάρτισης εργαζομένων από συναφείς κλάδους. Παράλληλα, διαπιστώνει την ωρίμανση της χρήσης ψηφιακών διδύμων και αυτοματισμών AI για τη βελτιστοποίηση των λειτουργιών σε πραγματικό χρόνο. Καταλήγοντας, εκτιμά ότι καθώς οι μαζικές επενδύσεις συνεχίζονται, η διαφάνεια ως προς το περιβαλλοντικό αποτύπωμα καθίσταται απαραίτητη προϋπόθεση ώστε τα κέντρα δεδομένων να αποδείξουν τον ζωτικό στρατηγικό ρόλο που διαδραματίζουν στην ψηφιακή κυριαρχία.
