Το αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο της Ευρώπης για την Τεχνητή Νοημοσύνη επιφέρει σημαντικές καθυστερήσεις στην ανάπτυξη προϊόντων για τις τοπικές τεχνολογικές νεοφυείς επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να υπολείπονται έναντι των ανταγωνιστών τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι ρυθμιστικοί φραγμοί είναι λιγότεροι. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μια νέα έρευνα της εμπορικής ένωσης ACT | The App Association, η οποία αποκαλύπτει ένα διευρυνόμενο χάσμα ευκαιριών και καινοτομίας μεταξύ των δύο ηπείρων, φέρνοντας στο προσκήνιο τις μετρήσιμες συνέπειες της ευρωπαϊκής προσέγγισης «πρώτα η ρύθμιση, μετά η καινοτομία».
Η μελέτη, η οποία διεξήχθη σε περισσότερες από χίλιες μικρομεσαίες επιχειρήσεις τεχνολογίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, ποσοτικοποιεί τις επιπτώσεις. Σχεδόν το 60% των ευρωπαϊκών εταιρειών ανέφερε ότι αντιμετώπισε καθυστερήσεις στην ανάπτυξη προϊόντων λόγω των κανονισμών, ποσοστό που στις ΗΠΑ διαμορφώνεται στο 44%. Επιπλέον, το ένα τρίτο των ευρωπαίων developers αναγκάστηκε να αφαιρέσει ή να υποβαθμίσει λειτουργίες για να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις, κυρίως σε θέματα διαχείρισης δεδομένων και ελέγχων ασφαλείας, ενώ έξι στις δέκα ευρωπαϊκές εταιρείες δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν καθυστερημένη πρόσβαση σε προηγμένα μοντέλα ΤΝ αιχμής.
Οι οικονομικές επιπτώσεις αυτής της κατάστασης είναι άμεσες. Σύμφωνα με την έκθεση, οι τεχνολογικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο χάνουν κατά μέσο όρο από 94.000€ έως 322.000€ ετησίως ανά επιχείρηση. Για τις επιχειρήσεις που επηρεάζονται άμεσα, η ετήσια ζημία κλιμακώνεται από 160.000€ έως 453.000€. Η διαφορά αντικατοπτρίζεται και στην υιοθέτηση της τεχνολογίας: ενώ το 83% των εταιρειών στις ΗΠΑ και το 73% στην ΕΕ/ΗΒ θεωρούν την ΤΝ σημαντική, το 45% των αμερικανικών επιχειρήσεων την έχει ενσωματώσει πλήρως στις ροές εργασίας του, έναντι μόλις 32% στην Ευρώπη.
Η ρίζα του προβλήματος εντοπίζεται στη θεμελιώδη διαφορά ρυθμιστικής φιλοσοφίας. Η Ευρώπη εφαρμόζει ένα προληπτικό μοντέλο (ex-ante) μέσω νομοθετημάτων όπως ο Νόμος για την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI Act), ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (GDPR) και ο Νόμος για τις Ψηφιακές Αγορές (DMA), καθώς και οι αντίστοιχοι βρετανικοί κανονισμοί. Αντιθέτως, οι ΗΠΑ ακολουθούν μια προσέγγιση που εστιάζει στα αποτελέσματα και στην εκ των υστέρων αξιολόγηση (ex post), παρέχοντας μεγαλύτερη ευελιξία. Η έκθεση το περιγράφει αναφέροντας πως «στις ΗΠΑ η ρύθμιση είναι ένα σαμαράκι, ενώ στην ΕΕ είναι ένα φρένο».
Οι ανησυχίες αυτές δεν περιορίζονται στον τεχνολογικό κλάδο. Ο πρόεδρος της The App Association, Morgan Reed, σχολίασε ότι «την ίδια στιγμή που η Ευρώπη δηλώνει ότι επιθυμεί περισσότερο ανταγωνισμό, δημιουργεί ένα περιβάλλον που τον καθιστά λιγότερο πιθανό». Τις επιφυλάξεις αυτές ενισχύουν και άλλες φωνές, όπως ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, Mario Draghi, ο οποίος πρότεινε την προσωρινή παύση του AI Act, αλλά και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που διαπίστωσε ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες είναι «πολύ μικρές και περιορισμένες από τους κανονισμούς» για να επωφεληθούν πλήρως από τις νέες τεχνολογίες.
Οι επιχειρηματικές συνέπειες για τις ευρωπαϊκές εταιρείες που αντιμετωπίζουν αυτά τα εμπόδια περιλαμβάνουν βραδύτερη καινοτομία (50%), αυξημένο κόστος (45%), υστέρηση έναντι του ανταγωνισμού (33%) και απώλεια πελατών (σχεδόν 30%). Για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης, η μελέτη της App Association καταλήγει σε τέσσερις συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής: την εξασφάλιση έγκαιρης πρόσβασης σε προηγμένα μοντέλα ΤΝ, την εφαρμογή αναλογικών κανόνων συμμόρφωσης που ανταποκρίνονται στις δυνατότητες των startups, την επέκταση των ρυθμιστικών περιβαλλόντων δοκιμών (regulatory sandboxes) και την ευθυγράμμιση της πολιτικής για την ΤΝ με τους στόχους της Ψηφιακής Δεκαετίας της Ευρώπης.
