Η ευρωπαϊκή βιομηχανία τεχνολογίας, μέσων και τηλεπικοινωνιών (TMT) βρίσκεται σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, σύμφωνα με νέα μελέτη της McKinsey. Παρά τη θεαματική άνοδο της παγκόσμιας αγοράς στον τομέα του TMT κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Ευρώπη εμφανίζει αξιοσημείωτη υστέρηση σε σύγκριση με άλλες μεγάλες γεωγραφικές περιοχές. Ενώ η συνολική χρηματιστηριακή αξία του παγκόσμιου TMT αυξήθηκε από περίπου 7 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2000 σε 34 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2024, το ευρωπαϊκό μερίδιο στην παγκόσμια αποτίμηση μειώθηκε δραματικά από 30% σε μόλις 7%. Η πτώση αυτή μεταφράζεται σε μια χαμένη αξία της τάξης των 8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που θα είχε παραχθεί αν η Ευρώπη είχε διατηρήσει το ποσοστό της.
Τα τελευταία χρόνια, οι εταιρείες TMT της Ευρώπης έχουν απολέσει μεγάλο μέρος της παγκόσμιας επιρροής τους. Από τις 22 ευρωπαϊκές εταιρείες που βρίσκονταν μεταξύ των 50 πιο πολύτιμων παγκοσμίως το 2000, σήμερα μόλις τέσσερις παραμένουν στη λίστα. Αντίστοιχα, οι εταιρείες των ΗΠΑ έχουν αυξήσει το μερίδιό τους τόσο σε αξία όσο και σε παγκόσμια παρουσία. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες TMT εμφανίζουν χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης εσόδων, μικρότερο μερίδιο σε IPOs και startups, και σαφώς μειωμένες επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους σε ΗΠΑ και Ασία.
Οι δομικές αδυναμίες που εμποδίζουν την ευρωπαϊκή TMT, σύμφωνα με την έρευνα, είναι πολυδιάστατες. Η αγορά παραμένει ιδιαίτερα κατακερματισμένη, με διαφορετικά κανονιστικά πλαίσια, γλωσσικές και πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, καθώς και περιορισμένη πρόσβαση σε επενδυτικά κεφάλαια. Οι εταιρείες δυσκολεύονται να καινοτομήσουν και να αναπτυχθούν σε κλίμακα, ενώ η διακράτηση ταλέντου αποτελεί επιπλέον πρόκληση. Την ίδια στιγμή, η γεωπολιτική αβεβαιότητα, οι δασμοί, οι περιορισμοί στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η αυξανόμενη ανάγκη για τεχνολογική αυτονομία (sovereignty) ενισχύουν τις πιέσεις προς τον κλάδο.
Στο επίκεντρο της συζήτησης βρίσκονται οι νέες ψηφιακές υποδομές και η ασφάλεια των δεδομένων. Πρωτοβουλίες όπως το Digital Compass της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποσκοπούν στην ανάπτυξη διασυνδεδεμένων υποδομών επεξεργασίας δεδομένων, στην ενίσχυση των 5G δικτύων και στην προμήθεια υπερυπολογιστών και κβαντικών υπολογιστικών συστημάτων. Υπολογίζεται ότι απαιτούνται επενδύσεις άνω των 130 δισ. δολαρίων ετησίως για την κάλυψη του τεχνολογικού χάσματος και και εκείνο των δεξιοτήτων, με ανταγωνιστικές περιοχές και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της καινοτομίας.
Η αναζήτηση της τεχνολογικής αυτονομίας οδηγεί σε ενισχυμένες προσπάθειες για sovereign cloud και sovereign AI, με στόχο τη διασφάλιση της προστασίας και της ιδιοκτησίας των ευρωπαϊκών δεδομένων. Η ευρωπαϊκή αγορά υπηρεσιών cloud αναμένεται να φτάσει τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια ως το 2027, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 20%. Την ίδια στιγμή, ρυθμιστικές εξελίξεις όπως το Schrems II και η έκθεση στον αμερικανικό Cloud Act αυξάνουν τη ζήτηση για λύσεις που προστατεύουν από εξω-ευρωπαϊκή πρόσβαση και διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με το GDPR.
Ο κλάδος αντιμετωπίζει επίσης σημαντικές προκλήσεις στη διαμόρφωση βιώσιμων επιχειρηματικών μοντέλων και στη φορολόγηση της ψηφιακής οικονομίας. Η επιβολή ψηφιακών φόρων από χώρες της ΕΕ και η αναζήτηση διεθνούς συμφωνίας από τον ΟΟΣΑ στοχεύουν στη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των πολυεθνικών εταιρειών και της κάθε εθνικής αγοράς. Η αύξηση των εσόδων από τη φορολόγηση θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει σημαντικά έργα ψηφιακών υποδομών και να ενισχύσει την καινοτομία.
Η μελέτη επισημαίνει πέντε βασικά πεδία μάχης (battlegrounds) που θα διαμορφώσουν την προοπτική ανάκαμψης του ευρωπαϊκού TMT τα επόμενα χρόνια. Το πρώτο αφορά το περιεχόμενο και το ηλεκτρονικό εμπόριο, όπου η προσοχή του καταναλωτή κατακερματίζεται λόγω της πληθώρας διαθέσιμων επιλογών, της ανόδου των social media και της υπεροχής μη ευρωπαϊκών παικτών. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες καλούνται να αναπτύξουν περιεχόμενο προσαρμοσμένο στις τοπικές ανάγκες και να αξιοποιήσουν τεχνολογίες προσωποποίησης και δίκτυα διανομής για να αυξήσουν την εμβέλεια και την επιρροή τους.
Το δεύτερο αφορά την τεχνητή νοημοσύνη και το λογισμικό, τομέα που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη δυναμική αύξησης αξίας στην επόμενη δεκαετία. Παρά τη δυναμική, η ευρωπαϊκή αγορά αντιμετωπίζει δυσκολίες στην κλιμάκωση λύσεων, λόγω της πολυπλοκότητας της αγοράς, των διαφορετικών κανονισμών και της ανάγκης προσαρμογής σε πολλές γλώσσες και νομικά πλαίσια. Η ανάπτυξη και υιοθέτηση λύσεων AI και software σε ευρωπαϊκό επίπεδο προϋποθέτει ενίσχυση της πρόσβασης σε ταλέντο, προγράμματα προσέλκυσης επενδύσεων, καινοτομία στην τιμολόγηση και συνεργασίες.
Το τρίτο πεδίο μάχης σχετίζεται με τη συνδεσιμότητα, με διαχωρισμό μεταξύ των ServCos (πάροχοι υπηρεσιών, όπως οι παραδοσιακές τηλεπικοινωνιακές εταιρείες) και των NetCos (ιδιοκτήτες και διαχειριστές υποδομών). Οι ServCos αντιμετωπίζουν πιέσεις λόγω χαμηλής ανάπτυξης και κατακερματισμού της αγοράς, ενώ συστήνεται η διαφοροποίηση μέσω επενδύσεων σε APIs, open RAN, ICT και edge computing. Οι NetCos παρουσιάζουν μεγαλύτερη δυναμική, με αύξηση M&A στις υποδομές και επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες.
Το τέταρτο πεδίο αφορά τις υποδομές δεδομένων. Εδώ κυριαρχούν παγκόσμιοι hyperscalers, ελέγχοντας περίπου το 70% της αγοράς cloud στην Ευρώπη. Παρά την ταχύτατη μετάβαση στο cloud, υπάρχει μεγάλη ανάγκη για περαιτέρω επενδύσεις σε data centers και ενεργειακά αποδοτικές λύσεις, ενώ ο αριθμός των εξαγορών και συγχωνεύσεων στον τομέα προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Η επιτυχία στην κατηγορία αυτή θα κριθεί από τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων, την προσέλκυση ταλέντου και τη δυνατότητα σύναψης συνεργασιών.
Το πέμπτο και τελευταίο πεδίο σχετίζεται με τις τεχνολογικές υπηρεσίες, όπου η ευκαιρία έγκειται στην ανάδειξη των παρόχων ως «enablement partners» στο ευρύτερο τεχνολογικό οικοσύστημα. Οι συνεργασίες μεταξύ παρόχων υπηρεσιών και προμηθευτών τεχνολογίας γίνονται ολοένα και πιο αλληλεξαρτώμενες, με το 60% των εσόδων των παρόχων υπηρεσιών να επηρεάζεται από τους τεχνολογικούς εταίρους τους. Κρίσιμη παράμετρος αποτελεί η διαχείριση και προσέλκυση ταλέντου, καθώς και η ανάπτυξη καθετοποιημένων, εξειδικευμένων λύσεων.
Οι αναλυτές της McKinsey εκτιμούν ότι η αξιοποίηση αυτών των πέντε «value pools» θα μπορούσε να αποφέρει σχεδόν 800 δισεκατομμύρια δολάρια πρόσθετης αξίας στην Ευρώπη μέχρι το 2030. Οι εκτιμήσεις βασίζονται σε συνεντεύξεις με ανώτατα στελέχη TMT της Ευρώπης, οι οποίοι εμφανίζονται συγκρατημένα αισιόδοξοι. Το 85% θεωρεί ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να αναδειχθεί σε ηγέτη κατά την επόμενη δεκαετία, ιδιαίτερα στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, της κυριαρχίας των δεδομένων και της συνδεσιμότητας, παρά το γεγονός ότι λιγότεροι από το ένα τέταρτο πιστεύουν πως η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα σε πλεονεκτική θέση έναντι άλλων αγορών.
Παρά την αισιοδοξία, τα εμπόδια παραμένουν σημαντικά. Η πλειοψηφία των στελεχών επισημαίνει ως κύρια προβλήματα τον κατακερματισμό της αγοράς, τους περιορισμούς στη χρηματοδότηση, το ρυθμιστικό πλαίσιο και τη δυσκολία στην προσέλκυση και διατήρηση ταλέντου. Η μελέτη επισημαίνει ότι η δομική αναδιάρθρωση θα απαιτήσει καινοτόμα ρυθμιστικά πλαίσια, φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις, πολιτικές ενίσχυσης της κλίμακας και συντονισμένες δράσεις τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Ειδικά στις τηλεπικοινωνίες, η μελέτη αναλύει το διαχωρισμό σε ServCos και NetCos, με τους δεύτερους να καταγράφουν καλύτερες επιδόσεις και να προσελκύουν αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον. Εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθούν περί τις 150 συμφωνίες M&A σε towers και fiber στην Ευρώπη τα επόμενα δύο χρόνια, με μέση αποτίμηση 2 δισ. δολαρίων ανά συναλλαγή για towers και πάνω από μισό δισ. για fiber. Για τους ServCos, η McKinsey συστήνει επέκταση πέραν του βασικού αντικειμένου με νέες υπηρεσίες, ανάπτυξη συνεργασιών και υιοθέτηση καινοτόμων λύσεων.