Η ιδέα της «Έξυπνης Πόλης», ενός αστικού περιβάλλοντος όπου η τεχνολογία διαμορφώνει το πλαίσιο της καθημερινής ζωής με όρους βιωσιμότητας, διαφάνειας και αποδοτικότητας, αποτέλεσε έναν από τους κεντρικούς πυλώνες του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Η δράση “Smart Cities” σχεδιάστηκε ως καταλύτης για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της τοπικής αυτοδιοίκησης, με στόχο όχι μόνο την εκσυγχρονισμένη διαχείριση των δημοτικών λειτουργιών, αλλά και τη δημιουργία ενός αστικού οικοσυστήματος ανοιχτού, λειτουργικού και συνδεδεμένου.
Η προσέγγιση αυτή αγκαλιάστηκε πολιτικά, προβλήθηκε στρατηγικά και χρηματοδοτήθηκε γενναιόδωρα. Με περισσότερα από 300 εκατομμύρια ευρώ, η ελληνική πολιτεία προσέφερε στους δήμους τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν τεχνολογίες Internet of Things (IoT), Τεχνητής Νοημοσύνης, ανάλυσης δεδομένων και κινητικότητας, προκειμένου να παρέχουν καλύτερες υπηρεσίες στους πολίτες.
Ωστόσο, παρά τις φιλοδοξίες και την ευρωπαϊκή στήριξη, η πραγματικότητα αποδεικνύεται απογοητευτική. Μέχρι σήμερα, μόλις 52 από τους 332 δήμους της χώρας έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα και λιγότεροι από 10 έχουν προχωρήσει σε ουσιαστική υλοποίηση έργων. Η μεγάλη πλειοψηφία παραμένει σε στάδιο διαβουλεύσεων, τεχνικής ωρίμανσης ή επανεκκίνησης των αρχικών σχεδίων.
Αυτή η στασιμότητα δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στη γραφειοκρατία ή στην αλλαγή δημοτικών αρχών μετά τις εκλογές του 2023. Αφορά κυρίως τη συστημική αδυναμία της ελληνικής διοίκησης να υλοποιήσει σύνθετες ψηφιακές παρεμβάσεις σε περιβάλλον αποκεντρωμένο, χωρίς κοινές τεχνολογικές βάσεις. Οι δήμοι κλήθηκαν να προχωρήσουν χωρίς καθολική τεχνική υποστήριξη, χωρίς πρότυπα αρχιτεκτονικής και χωρίς μια συνεκτική πλατφόρμα διαχείρισης δεδομένων. Αυτή η έλλειψη συντονισμού όχι μόνο αύξησε τις καθυστερήσεις, αλλά και επέφερε σημαντικό κίνδυνο κατακερματισμού των λύσεων και αναποτελεσματικής αξιοποίησης των δημόσιων πόρων.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η ανάγκη για τη δημιουργία μιας Κεντρικής Κυβερνητικής IoT Πλατφόρμας. Μια τέτοια πλατφόρμα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εθνικός κορμός για τη διασύνδεση αισθητήρων, την αποθήκευση και ανάλυση δεδομένων, την ανάπτυξη εφαρμογών και την ασφάλεια των πληροφοριακών ροών. Οι δήμοι δεν θα χρειάζονταν να επανεφευρίσκουν τεχνολογικές υποδομές από το μηδέν ή να αναθέτουν σε εργολάβους τη δημιουργία αυτόνομων λύσεων, συχνά ασύμβατων με τις ανάγκες των πολιτών και τις δυνατότητες των υπηρεσιών τους.
Μια τέτοια πλατφόρμα θα προσέφερε, πρώτον, οικονομίες κλίμακας. Η συγκέντρωση των τεχνολογικών υποδομών σε ένα δημόσιο νέφος (government cloud) θα μείωνε το κόστος λειτουργίας και συντήρησης, επιτρέποντας την επένδυση σε πιο κρίσιμα έργα. Δεύτερον, θα εξασφάλιζε διαλειτουργικότητα και κοινά πρότυπα. Οι εφαρμογές, οι αισθητήρες και τα υποσυστήματα θα μπορούσαν να συνδέονται πάνω σε κοινές διεπαφές, ενισχύοντας την ενοποίηση και τη συγκρισιμότητα μεταξύ των πόλεων. Τρίτον, θα διασφάλιζε ασφάλεια και συμμόρφωση, καθώς θα μπορούσαν να εφαρμοστούν ενιαία πρωτόκολλα κρυπτογράφησης, ταυτοποίησης και ελέγχου, με πλήρη συμμόρφωση στον GDPR και στο νομικό πλαίσιο προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Ακόμα πιο σημαντικό, μια εθνική IoT πλατφόρμα θα επέτρεπε τη συσσώρευση και αξιοποίηση δεδομένων για την παραγωγή δημόσιας πολιτικής. Τα δεδομένα αυτά, ανώνυμα, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κατανόηση των αναγκών των πολιτών, την ανάλυση των επιπτώσεων κλιματικών φαινομένων, τη διαχείριση κυκλοφορίας, την παρακολούθηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και την ενίσχυση της πολιτικής προστασίας. Η Ελλάδα θα μπορούσε να δημιουργήσει το δικό της Urban Data Lake, συμβατό με τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες όπως τα European Data Spaces και το GAIA-X.
Η διεθνής εμπειρία είναι ξεκάθαρη. Χώρες όπως η Ισπανία και η Γερμανία, αλλά και μητροπόλεις όπως το Άμστερνταμ και η Βαρκελώνη, έχουν ήδη επενδύσει σε κοινές πλατφόρμες ανοιχτών δεδομένων και διασύνδεσης IoT συστημάτων. Οι υποδομές αυτές όχι μόνο επιτάχυναν την εφαρμογή λύσεων, αλλά μείωσαν το κόστος και αύξησαν τη συμμετοχικότητα.
Στην Ελλάδα, η έλλειψη μιας τέτοιας πλατφόρμας έχει δημιουργήσει ένα πολυδιάσπαρτο οικοσύστημα. Δήμοι που διαθέτουν τεχνική επάρκεια ή ισχυρές εξωτερικές συνεργασίες προχωρούν – έστω με αργούς ρυθμούς. Οι υπόλοιποι βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε κύκλους καθυστερήσεων, αμφιβολιών ή πλήρους αδράνειας. Η επιτυχία του προγράμματος Smart Cities δεν μπορεί να είναι υπόθεση των λίγων. Για να υπάρξει πραγματική αστική μετάβαση, η τεχνολογία πρέπει να γίνει θεσμός και όχι εξαίρεση.
Το διακύβευμα είναι σαφές. Αν το έργο δεν επιταχυνθεί και δεν ενοποιηθεί, η χώρα κινδυνεύει να μην απορροφήσει τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά κονδύλια εντός της προθεσμίας του 2026. Και ακόμη πιο ουσιαστικά, κινδυνεύει να χάσει μια μοναδική ευκαιρία ψηφιακής κυριαρχίας και εθνικής τεχνολογικής αυτονομίας σε τοπικό επίπεδο.
Η δημιουργία μιας Κεντρικής Κυβερνητικής IoT Πλατφόρμας δεν είναι απλώς τεχνική επιλογή. Είναι εθνική ανάγκη. Μια πλατφόρμα δημόσιου συμφέροντος, που θα εξασφαλίζει αξιοπιστία, επεκτασιμότητα, ασφάλεια και αποτελεσματικότητα για κάθε ελληνικό δήμο, ανεξαρτήτως μεγέθους ή γεωγραφικής θέσης.
Η τεχνολογία υπάρχει. Οι λύσεις είναι δοκιμασμένες. Αυτό που λείπει είναι η απόφαση και η στρατηγική πρόνοια για ένα κράτος που θέλει πραγματικά να είναι έξυπνο. Και για να γίνει αυτό, δεν αρκούν οι διακηρύξεις. Χρειάζονται υποδομές, θεσμοί και, κυρίως, πολιτική βούληση.