Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, διέταξε την Παρασκευή τον εμπορικό εκπρόσωπο των ΗΠΑ να επανεκκινήσει τις έρευνες με σκοπό την επιβολή δασμών σε εισαγωγές από χώρες που επιβάλλουν φόρους στις ψηφιακές υπηρεσίες, στοχεύοντας αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες.
Ένας αξιωματούχος του Λευκού Οίκου, δίνοντας λεπτομέρειες σχετικά με το διάταγμα, δήλωσε ότι ο Τραμπ κατευθύνει την κυβέρνησή του να εξετάσει αντίμετρα, όπως οι δασμοί, «για την καταπολέμηση των φόρων ψηφιακών υπηρεσιών, των προστίμων, των πρακτικών και των πολιτικών που επιβάλλουν ξένες κυβερνήσεις στις αμερικανικές εταιρείες». «Ο Πρόεδρος Τραμπ δεν θα επιτρέψει σε ξένες κυβερνήσεις να ιδιοποιηθούν τη φορολογική βάση της Αμερικής προς όφελός τους», δήλωσε ο αξιωματούχος.
Το υπόμνημα κατευθύνει το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ (USTR) να ανανεώσει τις έρευνες για τους φόρους ψηφιακών υπηρεσιών, οι οποίες ξεκίνησαν κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, και να εξετάσει οποιεσδήποτε επιπλέον χώρες που χρησιμοποιούν έναν τέτοιο φόρο «για να κάνουν διακρίσεις εις βάρος αμερικανικών εταιρειών», σύμφωνα με ένα ενημερωτικό δελτίο του Λευκού Οίκου.
Οι φόροι ψηφιακών υπηρεσιών, που στοχεύουν κυρίως μεγάλες αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες του Big Tech, όπως η Google της Alphabet, το Facebook της Meta, η Apple και η Amazon, έχουν αποτελέσει μακροχρόνια πηγή εμπορικής έντασης για πολλές αμερικανικές κυβερνήσεις. Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Τουρκία, Ινδία, Αυστρία και Καναδάς έχουν επιβάλει αυτούς τους φόρους στα έσοδα από πωλήσεις που πραγματοποιούν αυτές και άλλες εταιρείες ψηφιακών υπηρεσιών εντός των συνόρων τους.
Κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, το USTR ξεκίνησε έρευνες στο πλαίσιο του Άρθρου 301 για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές εναντίον αρκετών από αυτές τις χώρες, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι φόροι αυτοί εισάγουν διακρίσεις εις βάρος αμερικανικών εταιρειών, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για αντίποινα με την επιβολή δασμών σε συγκεκριμένες εισαγωγές. «Αυτό που μας κάνουν σε άλλες χώρες είναι απαράδεκτο όσον αφορά τις ψηφιακές υπηρεσίες», δήλωσε ο Τραμπ στους δημοσιογράφους.
Ο ίδιος είχε προαναγγείλει αυτή την απόφαση μια εβδομάδα πριν, λέγοντας ότι θα επιβάλει δασμούς σε προϊόντα από τον Καναδά και τη Γαλλία λόγω των φόρων ψηφιακών υπηρεσιών. Ενημερωτικό δελτίο του Λευκού Οίκου που δόθηκε στη δημοσιότητα τότε ανέφερε ότι καθένα από αυτά τα κράτη είχε συγκεντρώσει πάνω από 500 εκατομμύρια δολάρια ετησίως σε έσοδα από αυτούς τους φόρους, ενώ το συνολικό ποσό από όλες τις χώρες παγκοσμίως ξεπερνούσε τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια.
Το υπόμνημα του Τραμπ κατευθύνει, επίσης, την αμερικανική κυβέρνηση να εξετάσει εάν κάποια πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Βρετανίας «παρακινεί τις αμερικανικές εταιρείες να αναπτύξουν ή να χρησιμοποιήσουν προϊόντα και τεχνολογίες με τρόπο που υπονομεύει την ελευθερία του λόγου ή προάγει τη λογοκρισία». Σύμφωνα με το ενημερωτικό δελτίο του Λευκού Οίκου, θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι αμερικανικές εταιρείες στο πλαίσιο του Digital Markets Act (DMA) και του Digital Services Act (DSA) της ΕΕ.”
Πηγές δήλωσαν στο Reuters την Παρασκευή ότι η Google πρόκειται να κατηγορηθεί για παραβίαση του Νόμου για τις Ψηφιακές Αγορές, καθώς οι προτεινόμενες αλλαγές στα αποτελέσματα αναζήτησής της δεν κατόρθωσαν να ικανοποιήσουν τις ανησυχίες της ρυθμιστικής αρχής ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε των ανταγωνιστών της.
Μετά την έναρξη των ερευνών κατά την πρώτη κυβέρνηση Τραμπ, η εμπορική εκπρόσωπος του πρώην Προέδρου Τζο Μπάιντεν, Κάθριν Τάι, ανακοίνωσε το 2021 την επιβολή δασμών 25% σε περισσότερα από 2 δισεκατομμύρια δολάρια αξίας εισαγωγών από έξι χώρες, αλλά τους ανέστειλε αμέσως ώστε να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις για μια παγκόσμια φορολογική συμφωνία.
Αυτές οι διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε έναν ελάχιστο παγκόσμιο εταιρικό φόρο 15%, τον οποίο το Κογκρέσο των ΗΠΑ δεν επικύρωσε ποτέ. Οι συνομιλίες για ένα δεύτερο σκέλος της συμφωνίας, που στόχευε στη δημιουργία μιας εναλλακτικής λύσης, έχουν ουσιαστικά σταματήσει χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία.
Ο Τραμπ, από την πρώτη του ημέρα πίσω στο αξίωμα, ουσιαστικά απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από το παγκόσμιο φορολογικό πλαίσιο, το οποίο είχαν υπογράψει σχεδόν 140 χώρες, δηλώνοντας ότι ο παγκόσμιος ελάχιστος φόρος του 15% «δεν έχει ισχύ ή επίδραση στις Ηνωμένες Πολιτείες» και διατάσσοντας το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ να προετοιμάσει επιλογές για «προστατευτικά μέτρα». Ο Τραμπ δεν αποκάλυψε ούτε το ύψος των δασμών που θα επιβληθούν ως αντίποινα, ούτε την αξία των αγαθών που θα στοχευθούν.
Την ίδια στιγμή, ο Πρόεδρος της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Τζιμ Τζόρνταν, απαίτησε την Κυριακή από την επικεφαλής της ευρωπαϊκής αντιμονοπωλιακής πολιτικής, Τερέσα Ριμπέρα, να διευκρινίσει πώς εφαρμόζει τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιορίζουν τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, υποστηρίζοντας ότι φαίνεται να στοχεύουν αμερικανικές επιχειρήσεις. Το αίτημα διατυπώθηκε δύο ημέρες μετά την υπογραφή του σχετικού υπομνήματος από τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ.
«Γράφουμε για να εκφράσουμε τις ανησυχίες μας ότι ο DMA μπορεί να στοχεύει αμερικανικές εταιρείες», ανέφερε ο Τζόρνταν σε επιστολή που έστειλε στη Ριμπέρα την Κυριακή και την οποία επικαλείται το Reuters, επισημαίνοντας ότι οι κανόνες επιβάλλουν επαχθείς ρυθμίσεις στις εταιρείες και δίνουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Ο Σκοτ Φιτζέραλντ, πρόεδρος της υποεπιτροπής για τη διοικητική εξουσία, τη ρυθμιστική μεταρρύθμιση και την αντιμονοπωλιακή πολιτική, συνυπέγραψε την επιστολή.
Η επιστολή επέκρινε επίσης τις κυρώσεις που φτάνουν έως και το 10% των ετήσιων παγκόσμιων εσόδων των εταιρειών για παραβάσεις του DMA. «Αυτά τα αυστηρά πρόστιμα φαίνεται να εξυπηρετούν δύο σκοπούς: να εξαναγκάσουν τις επιχειρήσεις να συμμορφωθούν με τα ευρωπαϊκά πρότυπα σε παγκόσμιο επίπεδο και να λειτουργήσουν ως ένας ευρωπαϊκός φόρος στις αμερικανικές εταιρείες», ανέφεραν ο Τζόρνταν και ο Φιτζέραλντ.
Επιπλέον, άσκησαν κριτική σε συγκεκριμένες απαιτήσεις του DMA, υποστηρίζοντας ότι κάποιες από αυτές θα μπορούσαν να ωφελήσουν την Κίνα. «Αυτές οι απαιτήσεις, μαζί με άλλες διατάξεις του DMA, καταπνίγουν την καινοτομία, αποθαρρύνουν την έρευνα και την ανάπτυξη, και παραδίδουν τεράστιες ποσότητες εξαιρετικά πολύτιμων ιδιόκτητων δεδομένων σε εταιρείες και εχθρικά κράτη», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην επιστολή.
Οι δύο αξιωματούχοι ζήτησαν από τη Ριμπέρα να ενημερώσει τη Δικαστική Επιτροπή έως τις 10 Μαρτίου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην οποία η Ριμπέρα είναι η δεύτερη ισχυρότερη αξιωματούχος μετά την πρόεδρο της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει αρνηθεί ότι στοχεύει αμερικανικές εταιρείες. Η Ριμπέρα, σε συνέντευξή της στο Reuters την περασμένη Δευτέρα, δήλωσε ότι η εκτελεστική αρχή της ΕΕ δεν θα πρέπει να πιεστεί να προχωρήσει σε αλλαγές σε νόμους που έχουν ήδη εγκριθεί από τους νομοθέτες.